οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
ἀφιδρύομαι (Α) ιδρύομαι1. μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλο2. κατασκευάζω, ανεγείρω αγάλματα ή ναούς σύμφωνα με κάποιο πρότυπο.