αφιδρύομαι

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

ἀφιδρύομαι (Α) ιδρύομαι
1. μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλο
2. κατασκευάζω, ανεγείρω αγάλματα ή ναούς σύμφωνα με κάποιο πρότυπο.