κανονιστικός: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(19) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kanonistikos | |Transliteration C=kanonistikos | ||
|Beta Code=kanonistiko/s | |Beta Code=kanonistiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[regulative]], οἱ κανόνες τῶν ὑγιῶν, οὐ τῶν πεπονθότων εἰσὶ -κοί Choerob.<span class="title">in Heph.</span>p.226C.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[κανονιστικός]], -ή, -όν)<br />ο [[αρμόδιος]] για κανονισμό, για [[ρύθμιση]]<br /><b>(νεολλ.)</b> <b>φρ.</b> «κανονιστικά διατάγματα» — τα διατάγματα που καθορίζουν [[λεπτομερώς]] την [[εφαρμογή]] ενός νόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κανονιστός</i> <span style="color: red;"><</span> [[κανονίζω]]. | |mltxt=-ή, -ὁ (Α [[κανονιστικός]], -ή, -όν)<br />ο [[αρμόδιος]] για κανονισμό, για [[ρύθμιση]]<br /><b>(νεολλ.)</b> <b>φρ.</b> «κανονιστικά διατάγματα» — τα διατάγματα που καθορίζουν [[λεπτομερώς]] την [[εφαρμογή]] ενός νόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κανονιστός</i> <span style="color: red;"><</span> [[κανονίζω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:46, 28 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A regulative, οἱ κανόνες τῶν ὑγιῶν, οὐ τῶν πεπονθότων εἰσὶ -κοί Choerob.in Heph.p.226C.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α κανονιστικός, -ή, -όν)
ο αρμόδιος για κανονισμό, για ρύθμιση
(νεολλ.) φρ. «κανονιστικά διατάγματα» — τα διατάγματα που καθορίζουν λεπτομερώς την εφαρμογή ενός νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανονιστός < κανονίζω.