κατάμοιχος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(19)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katamoichos
|Transliteration C=katamoichos
|Beta Code=kata/moixos
|Beta Code=kata/moixos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">adulterer</b>, <span class="bibl">Vett.Val.117.9</span>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[adulterer]], <span class="bibl">Vett.Val.117.9</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάμοιχος]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει επανειλημμένα διαπράξει το [[αδίκημα]] της μοιχείας.
|mltxt=[[κατάμοιχος]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει επανειλημμένα διαπράξει το [[αδίκημα]] της μοιχείας.
}}
}}

Revision as of 15:55, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάμοιχος Medium diacritics: κατάμοιχος Low diacritics: κατάμοιχος Capitals: ΚΑΤΑΜΟΙΧΟΣ
Transliteration A: katámoichos Transliteration B: katamoichos Transliteration C: katamoichos Beta Code: kata/moixos

English (LSJ)

ὁ,

   A adulterer, Vett.Val.117.9.

Greek Monolingual

κατάμοιχος, ὁ (Α)
αυτός που έχει επανειλημμένα διαπράξει το αδίκημα της μοιχείας.