ἀκροβάτης: Difference between revisions

From LSJ

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source
(2)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akrovatis
|Transliteration C=akrovatis
|Beta Code=a)kroba/ths
|Beta Code=a)kroba/ths
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">acrobat</b>, Inscr.Magn.119; τῆς Ἀρτέμιδος <span class="title">BMus.Inscr.</span>4.481*.459 (Ephesus).</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[acrobat]], Inscr.Magn.119; τῆς Ἀρτέμιδος <span class="title">BMus.Inscr.</span>4.481*.459 (Ephesus).</span>
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:15, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροβάτης Medium diacritics: ἀκροβάτης Low diacritics: ακροβάτης Capitals: ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: akrobátēs Transliteration B: akrobatēs Transliteration C: akrovatis Beta Code: a)kroba/ths

English (LSJ)

ὁ,

   A acrobat, Inscr.Magn.119; τῆς Ἀρτέμιδος BMus.Inscr.4.481*.459 (Ephesus).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ acróbata, volatinero, miembro de un gremio o cofradía relig. vinculada al templo de Ártemis Efesia ἀκροβάται τῆς Ἀρτέμιδος IEphesos 4327.6, cf. 27.537 (ambas II d.C.), ἀ. ἐπὶ θυμιάτρου IEphesos 1025.7 (II d.C.), ἱερὸς ἀ. SEG 34.1100 (Éfeso, imper.), cf. Hsch., tb. adscrita al personal de Ártemis Leucofriene en Magnesia ὁ τόπος τρικλείνου ἱερῶν αὐλητρίδων καὶ ἀκροβατῶν IM 237 (imper.), como bailarines en celebraciones privadas PRyl.641.22 (IV d.C.).

Greek Monolingual

ο (Α ἀκροβάτης) (Ν θηλ. ακροβάτις και ακροβάτρια)
νεοελλ.
1. αυτός που βαδίζει στις μύτες τών ποδιών του
2. ο ειδικευμένος εκτελεστής γυμναστικών ασκήσεων με ή χωρίς όργανα, όπως η σχοινοβασία, η αιώρηση κ.ά.
3. αυτός που έχει ως επάγγελμα τις ακροβασίες, ο επαγγελματίας ακροβάτης
αρχ.
αυτός που εκτελεί τελετουργικές ακροβασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + -βάτης < βαίνω.
ΠΑΡ. ακροβατικός
νεοελλ.
ακροβασία, ακροβατισμός, ακροβατηδόν].