ἀκροφανής: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akrofanis | |Transliteration C=akrofanis | ||
|Beta Code=a)krofanh/s | |Beta Code=a)krofanh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">just showing at the edge</b> or | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">just showing at the edge</b> or [[tip]], <span class="bibl">Nonn. <span class="title">D.</span>14.138</span>, al.; of an island, <span class="title">Peripl.M.Rubr.</span>42.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:16, 29 June 2020
English (LSJ)
ές,
A just showing at the edge or tip, Nonn. D.14.138, al.; of an island, Peripl.M.Rubr.42.
German (Pape)
[Seite 85] ές, den Gipfel beleuchtend, ἠώς Nonn. D. 40, 383; vom Pfeile, zuerst erscheinend, 37, 735 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροφᾰνής: -ές, = ἄρτι ἀνατέλλων ἢ φαιδρῶς λάμπων, συχνὸν παρὰ Νόνν.
Spanish (DGE)
(ἀκροφᾰνής) -ές
1 de lo que se ve solamente un extremo ἰός Nonn.D.37.735, de una isla Peripl.M.Rubri 42.
2 que brilla en lo alto de antorchas ἀκροφανὲς σελάγιζε πολυσχιδὲς ἁλλόμενον φῶς Nonn.Par.Eu.Io.18.3, cf. D.10.185.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκροφανὴς)
νεοελλ.
(το θηλ. ως ουσ. στη Ναυτ. ορολογία) η ακροφανής
η ακτή που μόλις διαφαίνεται στο βάθος του ορίζοντα
αρχ.
αυτός που μόλις διακρίνεται στην άκρη ή στην κορυφή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + -φανὴς < ἐφάνην, φαίνομαι].