ἐπικέρνης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(13)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epikernis
|Transliteration C=epikernis
|Beta Code=e)pike/rnhs
|Beta Code=e)pike/rnhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cupbearer</b>, <span class="bibl">Ps.-Callisth.3.31</span> (v.l.). (Cf. <b class="b2">pincerna</b>.) </span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cupbearer]], <span class="bibl">Ps.-Callisth.3.31</span> (v.l.). (Cf. [[pincerna]].) </span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικέρνης]], ὁ (AM)<br /><b>1.</b> ο [[οινοχόος]]<br /><b>2.</b> (στο Βυζάντιο) [[τίτλος]] αξιωματούχου ο [[οποίος]] υπηρετεί τον αυτοκράτορα [[κατά]] το [[γεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>pincerna</i> «[[οινοχόος]]». Μαρτυρείται και τ. [[πιγκέρνης]]].
|mltxt=[[ἐπικέρνης]], ὁ (AM)<br /><b>1.</b> ο [[οινοχόος]]<br /><b>2.</b> (στο Βυζάντιο) [[τίτλος]] αξιωματούχου ο [[οποίος]] υπηρετεί τον αυτοκράτορα [[κατά]] το [[γεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>pincerna</i> «[[οινοχόος]]». Μαρτυρείται και τ. [[πιγκέρνης]]].
}}
}}

Revision as of 14:27, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικέρνης Medium diacritics: ἐπικέρνης Low diacritics: επικέρνης Capitals: ΕΠΙΚΕΡΝΗΣ
Transliteration A: epikérnēs Transliteration B: epikernēs Transliteration C: epikernis Beta Code: e)pike/rnhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A cupbearer, Ps.-Callisth.3.31 (v.l.). (Cf. pincerna.)

Greek Monolingual

ἐπικέρνης, ὁ (AM)
1. ο οινοχόος
2. (στο Βυζάντιο) τίτλος αξιωματούχου ο οποίος υπηρετεί τον αυτοκράτορα κατά το γεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pincerna «οινοχόος». Μαρτυρείται και τ. πιγκέρνης].