ἐχθρικός: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(15) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=echthrikos | |Transliteration C=echthrikos | ||
|Beta Code=e)xqriko/s | |Beta Code=e)xqriko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[hostile]], interpol. in <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.8</span>, cf. <span class="bibl">Astramps. <span class="title">Onir.</span>1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:30, 29 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A hostile, interpol. in Hermog.Id.1.8, cf. Astramps. Onir.1.
German (Pape)
[Seite 1125] vom Feinde, feindlich, Suid. v. ἄνθρακες.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθρικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἐχθρικῶν δὲ καὶ πολεμίων Ἑρμογ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 239. 18· ἄνθραξι βαίνειν ἐχθρικὴν δηλοῖ βλάβην Ἀστραμψύχου Ὀνειροκρ. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐχθρικός, -ή, -όν) εχθρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εχθρό ή προέρχεται από αυτόν («εχθρικός στρατός»)
νεοελλ.
αυτός που φανερώνει έχθρα («εχθρική συμπεριφορά»).
επίρρ...
εχθρικώς και -ά
κατά τρόπο εχθρικό.