ναρκωτικός: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(26) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=narkotikos | |Transliteration C=narkotikos | ||
|Beta Code=narkwtiko/s | |Beta Code=narkwtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[benumbing]], [[narcotic]], φάρμακα Gal.10.862, al., <span class="bibl">Eust.1493.5</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:20, 29 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A benumbing, narcotic, φάρμακα Gal.10.862, al., Eust.1493.5.
German (Pape)
[Seite 230] erstarren machend, betäubend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ναρκωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων νέκρωσιν, ἀναισθησίαν, Γαλην., Εὐστ. 1493. 5.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α ναρκωτικός, -ή, -όν) ναρκώνω
αυτός που επιφέρει νάρκωση, που προκαλεί αναισθησία, αναισθητικός («ἱσως και να μεταχειριστεί την αδιάκοπη κίνηση για ναρκωτικό τών αισθήσεων», Παπαντ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ναρκωτικά
α) τοξικές ουσίες που προκαλούν εξασθένηση, διαστροφή ή και πλήρη αδράνεια τών λειτουργιών του κεντρικού νευρικού συστήματος δημιουργώντας εθισμό και εξάρτηση
β) ιατρ. φάρμακα που μειώνουν τον πόνο ή προκαλούν αναισθησία απαραίτητη για την εκτέλεση χειρουργικής επέμβασης.