λιμενήοχος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
(23)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=limeniochos
|Transliteration C=limeniochos
|Beta Code=limenh/oxos
|Beta Code=limenh/oxos
|Definition=ον, (ἔχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">closing in the harbour</b>, ἄκρη <span class="bibl">A.R.2.965</span>.</span>
|Definition=ον, (ἔχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[closing in the harbour]], ἄκρη <span class="bibl">A.R.2.965</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:10, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐμενήοχος Medium diacritics: λιμενήοχος Low diacritics: λιμενήοχος Capitals: ΛΙΜΕΝΗΟΧΟΣ
Transliteration A: limenḗochos Transliteration B: limenēochos Transliteration C: limeniochos Beta Code: limenh/oxos

English (LSJ)

ον, (ἔχω)

   A closing in the harbour, ἄκρη A.R.2.965.

Greek (Liddell-Scott)

λῐμενήοχος: -ον, (ἔχω) ὁ περικλείων τὸν λιμένα, ἄκρη Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 965.

Greek Monolingual

λιμενήοχος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει, που περικλείει τον λιμένα («λιμενήοχος ἄκρη», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + συνδετικό φωνήεν -η- (για μετρικούς λόγους, προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών) + -οχος (< ἔχω), πρβλ. γαιή-οχος, νή-οχος].