ξηρίον: Difference between revisions
From LSJ
πανταχόθεν ἐρανίζεσθαι τὴν ἡδονήν → cull pleasure from every side, cull pleasure from every source
(27) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksirion | |Transliteration C=ksirion | ||
|Beta Code=chri/on | |Beta Code=chri/on | ||
|Definition=τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[desiccative powder]] for putting on wounds, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1142.7</span> (iii A.D.), <span class="bibl">Aët.6.65</span>,al., <span class="bibl">Alex.Trall.1.15</span> ; κριθαὶ ξηρίον ἐπιπασσόμεναι τοῖς ἕλκεσι <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>1.150</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ [[ξηρίον]] και [[ξήριον]]) [[ξηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λόγια]] [[ονομασία]] ποσότητας κονιοποιημένου φαρμάκου, κν. [[σκονάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br />αποξηραντική [[σκόνη]], η οποία επιπασσόταν [[πάνω]] σε τραύματα ή πληγές. | |mltxt=το (ΑΜ [[ξηρίον]] και [[ξήριον]]) [[ξηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λόγια]] [[ονομασία]] ποσότητας κονιοποιημένου φαρμάκου, κν. [[σκονάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br />αποξηραντική [[σκόνη]], η οποία επιπασσόταν [[πάνω]] σε τραύματα ή πληγές. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:35, 30 June 2020
English (LSJ)
τό,
A desiccative powder for putting on wounds, POxy.1142.7 (iii A.D.), Aët.6.65,al., Alex.Trall.1.15 ; κριθαὶ ξηρίον ἐπιπασσόμεναι τοῖς ἕλκεσι Alex.Aphr.Pr.1.150.
Greek Monolingual
το (ΑΜ ξηρίον και ξήριον) ξηρός
νεοελλ.
λόγια ονομασία ποσότητας κονιοποιημένου φαρμάκου, κν. σκονάκι
αρχ.
αποξηραντική σκόνη, η οποία επιπασσόταν πάνω σε τραύματα ή πληγές.