κωμομισθωτής: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=komomisthotis
|Transliteration C=komomisthotis
|Beta Code=kwmomisqwth/s
|Beta Code=kwmomisqwth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">official of a</b> κώμη [[who leases out land]], PTeb.183 (ii B.C.).</span>
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[official of a]] κώμη [[who leases out land]], PTeb.183 (ii B.C.).</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωμομισθωτής]], ὁ (Α)<br />[[υπάλληλος]] που ήταν [[εντεταλμένος]] για την [[εκμίσθωση]] κτημάτων της κώμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώμη]] <span style="color: red;">+</span> -[[μισθωτής]] (<i>μισθοῦμαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιματιο</i>-[[μισθωτής]], <i>υπο</i>-[[μισθωτής]].
|mltxt=[[κωμομισθωτής]], ὁ (Α)<br />[[υπάλληλος]] που ήταν [[εντεταλμένος]] για την [[εκμίσθωση]] κτημάτων της κώμης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώμη]] <span style="color: red;">+</span> -[[μισθωτής]] (<i>μισθοῦμαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιματιο</i>-[[μισθωτής]], <i>υπο</i>-[[μισθωτής]].
}}
}}

Revision as of 10:30, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμομισθωτής Medium diacritics: κωμομισθωτής Low diacritics: κωμομισθωτής Capitals: ΚΩΜΟΜΙΣΘΩΤΗΣ
Transliteration A: kōmomisthōtḗs Transliteration B: kōmomisthōtēs Transliteration C: komomisthotis Beta Code: kwmomisqwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A official of a κώμη who leases out land, PTeb.183 (ii B.C.).

Greek Monolingual

κωμομισθωτής, ὁ (Α)
υπάλληλος που ήταν εντεταλμένος για την εκμίσθωση κτημάτων της κώμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + -μισθωτής (μισθοῦμαι), πρβλ. ιματιο-μισθωτής, υπο-μισθωτής.