ἱπποθόρος: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippothoros
|Transliteration C=ippothoros
|Beta Code=i(ppoqo/ros
|Beta Code=i(ppoqo/ros
|Definition=ὁ, (θόρνυμι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">covering mares</b>, esp. of a he-ass kept for breeding mules, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Adj., <b class="b3">ἱ. νόμος</b> a tune <b class="b2">played to a mare, while she was being covered</b>, Plu. 2.138b,704f.</span>
|Definition=ὁ, (θόρνυμι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[covering mares]], esp. of a he-ass kept for breeding mules, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Adj., <b class="b3">ἱ. νόμος</b> a tune <b class="b2">played to a mare, while she was being covered</b>, Plu. 2.138b,704f.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:19, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποθόρος Medium diacritics: ἱπποθόρος Low diacritics: ιπποθόρος Capitals: ΙΠΠΟΘΟΡΟΣ
Transliteration A: hippothóros Transliteration B: hippothoros Transliteration C: ippothoros Beta Code: i(ppoqo/ros

English (LSJ)

ὁ, (θόρνυμι)

   A covering mares, esp. of a he-ass kept for breeding mules, Hsch.    II as Adj., ἱ. νόμος a tune played to a mare, while she was being covered, Plu. 2.138b,704f.

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, Pferdebeschäler, bes. vom Esel, der zum Beschälen von Stuten gebraucht wied, VLL.; ἱππ. νόμος, ein Lied, welches während der Belegung der Stuten gespielt wurde, Plut. praec. conj. i. A., μέλος τι τοῖς ἵπποις ὁρμῆς ἐπεγερτικόν, vgl. Symp. 7, 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποθόρος: ὁ, (θόρνυμι) ὁ βατεύων θηλείας ἵππους, κυρίως ἐπὶ ὄνου τρεφομένου ὅπως ὀχεύῃ θηλείας ἵππους πρὸς παραγωγὴν ἡμιόνων, «ὄνος ἵππους βιβάζων» Ἡσύχ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἱππόθορος νόμος, μέλος παιζόμενον ὅτε ἐβατεύοντο φοράδες, ὡς ὁρμῆς ἐγερτικόν, Πλούτ. 2, 138Β, 704F.

Greek Monolingual

ἱπποθόρος, ὁ (Α)
(κυρίως για όνο που χρησιμοποιείται για παραγωγή ημιόνων) αυτός που οχεύει φοράδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -θόρος (< θορός «σπέρμα»), πρβλ. βου-θόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργητική σημασία, εν αντιθέσει προς την «αναφορική» σημασία του προπαροξύτονου ιππόθορος].
ἱππόθορος, -ον (Α)
φρ. «ἱππόθορος νόμος» — μουσικό κομμάτι που παιζόταν, όταν οχεύονταν οι φοράδες, ως διεγερτικό της ορμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + -θόρος (< θορός «σπέρμα»), πρβλ. βού-θορος, έν-θορος(βλ. και ιπποθόρος)].

Russian (Dvoretsky)

ἱπποθόρος: способствующий случке ослов с кобылицами, случной (αὐλητικὸς νόμος Plut.).