σκοτόφρων: Difference between revisions
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(37) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skotofron | |Transliteration C=skotofron | ||
|Beta Code=skoto/frwn | |Beta Code=skoto/frwn | ||
|Definition=ὁ, ἡ, gen. φρονος, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ὁ, ἡ, gen. φρονος, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[dark-minded]], gloss on the pr.n. <b class="b3">Λυκόφρων</b>, Sch.Lyc.1p.9Bachmann.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:59, 1 July 2020
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. φρονος,
A dark-minded, gloss on the pr.n. Λυκόφρων, Sch.Lyc.1p.9Bachmann.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτόφρων: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας σκοτεινάς, - ὄνομα σκωπτικὸν σχηματισθέν κατὰ μίμησιν τοῦ κυρίου ὀνόματος Λυκόφρων, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 1.
Greek Monolingual
-ότοφρον, Α
αυτός που έχει σκοτεινή τη διάνοια, που σκέπτεται με τρόπο σκοτεινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σκωπτική λ. που σχηματίστηκε κατά μίμηση του κύριου ον. Λυκόφρων < σκότος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].