ὑμνολογία: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(43)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ymnologia
|Transliteration C=ymnologia
|Beta Code=u(mnologi/a
|Beta Code=u(mnologi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hymn-singing</b>, Sm.<span class="title">Jb.</span>33.26.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hymn-singing]], Sm.<span class="title">Jb.</span>33.26.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:07, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνολογία Medium diacritics: ὑμνολογία Low diacritics: υμνολογία Capitals: ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: hymnología Transliteration B: hymnologia Transliteration C: ymnologia Beta Code: u(mnologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A hymn-singing, Sm.Jb.33.26.

German (Pape)

[Seite 1179] ἡ, Lobgesang, Chrysost.

Greek Monolingual

η / ὑμνολογία, ΝΜΑ ὑμνολόγος
νεοελλ.
1. εγκωμιασμός με ύμνους
2. μελέτη που ασχολείται με τους εκκλησιαστικούς ύμνους
3. δοξολογία
4. εκκλ. το μάθημα της θεολογίας το οποίο εξετάζει την ιστορία της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, καθώς και τη λογοτεχνική και θεολογική αξία τών ύμνων
μσν.-αρχ.
εγκωμιαστικός ύμνος.

Greek Monolingual

τὰ, Α
βλ. υμνολόγιο(ν).