τραπεζώ: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trapezo | |Transliteration C=trapezo | ||
|Beta Code=trapezw/ | |Beta Code=trapezw/ | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[τραπεζοφόρος]] <span class="bibl">2</span>, Hsch. ( | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[τραπεζοφόρος]] <span class="bibl">2</span>, Hsch. ([[τραπεζών]] cod.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:10, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A = τραπεζοφόρος 2, Hsch. (τραπεζών cod.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζώ: ἡ, = τραπεζοφόρος 2, «τραπεζώ· ἱέριεά τις Ἀθήνησιν» Ἡσύχ. (κοινῶς τραπεζών).
Greek Monolingual
(I)
-οῦς, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στην Αθήνα) ιέρεια της Παλλάδος, τραπεζοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. της λ. τραπεζοφόρος σχηματισμένος από τη λ. τράπεζα με κατάλ. -ώ].
(II)
-όω, Α
βλ. τραπεζώνω.