γοητευτικός: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(8) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γοητευτικός''': ή, όν,= [[γοητικός]], ή, όν, Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, | |lstext='''γοητευτικός''': ή, όν,= [[γοητικός]], ή, όν, Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, Πολυδ. Δ΄, 48. ― Ἐπίρρ.–κῶς Πολυδ. Δ΄, 51, Θ΄, 135. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 20:20, 7 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A = γοητικός, Porph.VP 39, Poll.4.48. Adv. -κῶς ib.51.
German (Pape)
[Seite 500] = γοητικός, Sp., Poll. 4, 84.
Greek (Liddell-Scott)
γοητευτικός: ή, όν,= γοητικός, ή, όν, Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, Πολυδ. Δ΄, 48. ― Ἐπίρρ.–κῶς Πολυδ. Δ΄, 51, Θ΄, 135.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 embrujador, que hechiza ἡδονή Porph.VP 39, sent. peyor. para insultar a un sofista, Poll.4.48.
2 adv. -ῶς con poder de encantamiento Poll.4.51.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α γοητευτικός, -ή, -όν) γοητεύω
νεοελλ.
αυτός που γοητεύει, ο ελκυστικός
αρχ.
ο γοητευτικός.