κωπητήρ: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κωπητήρ''': ῆρος, ὁ, παρ’ Ἑρμίππ. ἐν «Στρατιώταις» 5, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Ἡσυχ. ὁ σκαλμὸς τῆς κώπης, οὕτω καὶ ὁ | |lstext='''κωπητήρ''': ῆρος, ὁ, παρ’ Ἑρμίππ. ἐν «Στρατιώταις» 5, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Ἡσυχ. ὁ σκαλμὸς τῆς κώπης, οὕτω καὶ ὁ Πολυδ. Αϳ, 93 (τὸν τόπον δὲ τὸν πρὸς ταῖς κώπαις κωπητῆρα ([[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]]) καλοῦσιν)· ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ «[[ἐπικωπητήρ]]· [[τροπωτήρ]]». | ||
}} | }} |
Revision as of 20:34, 7 July 2020
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A = τροπωτήρ, Hermipp.54, Agath.5.21, cf. Poll.1.92; v. ἐπικωπητήρ.
Greek (Liddell-Scott)
κωπητήρ: ῆρος, ὁ, παρ’ Ἑρμίππ. ἐν «Στρατιώταις» 5, κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Ἡσυχ. ὁ σκαλμὸς τῆς κώπης, οὕτω καὶ ὁ Πολυδ. Αϳ, 93 (τὸν τόπον δὲ τὸν πρὸς ταῖς κώπαις κωπητῆρα (οὕτως ἀναγνωστέον) καλοῦσιν)· ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ «ἐπικωπητήρ· τροπωτήρ».