καταλυτήριον: Difference between revisions
From LSJ
(19) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταλῠτήριον''': τό,= [[κατάλυμα]], | |lstext='''καταλῠτήριον''': τό,= [[κατάλυμα]], Πολυδ. Α´, 73. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταλυτήριον]], τὸ (Α) [[καταλυτήρ]]<br />[[κατάλυμα]]. | |mltxt=[[καταλυτήριον]], τὸ (Α) [[καταλυτήρ]]<br />[[κατάλυμα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:35, 7 July 2020
English (LSJ)
τό,
A = κατάλυμα, Poll.1.73.
German (Pape)
[Seite 1361] τό, = κατάλυμα, Poll. 1, 73.
Greek (Liddell-Scott)
καταλῠτήριον: τό,= κατάλυμα, Πολυδ. Α´, 73.
Greek Monolingual
καταλυτήριον, τὸ (Α) καταλυτήρ
κατάλυμα.