παραγηράω: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(1ba) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραγηράω''': μέλλ. -άσομαι, παραπολὺ [[γηράσκω]], καταντῶ κρονόληρος, παραληρῶ ὑπὸ [[γήρως]], Αἰσχίν. 89. 28, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 16, | |lstext='''παραγηράω''': μέλλ. -άσομαι, παραπολὺ [[γηράσκω]], καταντῶ κρονόληρος, παραληρῶ ὑπὸ [[γήρως]], Αἰσχίν. 89. 28, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 16, Πολυδ. Β΄, 16. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:40, 7 July 2020
English (LSJ)
A to be the worse for old age, be superannuated, ὁ δῆμος ὥσπερ παραγεγηρακώς Aeschin.3.251, cf. D.S.9.4, J.BJ1.30.3, Poll.2.16.
German (Pape)
[Seite 474] (s. γηράω), veralten, altersschwach werden, ὥςπερ παραγεγηρακὼς ἢ παρανοίας ἑαλωκώς, Aesch. 3, 251; vgl. Poll. 2, 16.
Greek (Liddell-Scott)
παραγηράω: μέλλ. -άσομαι, παραπολὺ γηράσκω, καταντῶ κρονόληρος, παραληρῶ ὑπὸ γήρως, Αἰσχίν. 89. 28, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 16, Πολυδ. Β΄, 16.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
déraisonner comme un vieillard en enfance, radoter.
Étymologie: παρά, γηράω.
Greek Monotonic
παραγηράω: μέλ. -άσομαι, είμαι υπέργηρος, ξεμωραίνομαι, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
παραγηράω: дряхлеть, впадать в старческую немощь Aesch., Diod.
Middle Liddell
fut. άσομαι
to be superannuated, Aeschin.