πισσουργός: Difference between revisions
From LSJ
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πισσουργός''': Ἀττ. πιττ-, όν, (*[[ἔργω]]) κατεργαζόμενος τὴν πίσσαν, δεῖται δὲ ὁ [[ναυπηγός]]… καὶ πιττουργοῦ καὶ στυππειοποιοῦ Θεοδωρήτου περὶ Ὕλης καὶ Κόσμου σελ. 176, ἔκδ. Gaisford, | |lstext='''πισσουργός''': Ἀττ. πιττ-, όν, (*[[ἔργω]]) κατεργαζόμενος τὴν πίσσαν, δεῖται δὲ ὁ [[ναυπηγός]]… καὶ πιττουργοῦ καὶ στυππειοποιοῦ Θεοδωρήτου περὶ Ὕλης καὶ Κόσμου σελ. 176, ἔκδ. Gaisford, Πολυδ. Ζʹ, 101. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ, και αττ. τ. πιττουργός, Α<br />[[παρασκευαστής]] πίσσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]])]. | |mltxt=ο, ΝΑ, και αττ. τ. πιττουργός, Α<br />[[παρασκευαστής]] πίσσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίσσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:45, 7 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A maker of pitch, ibid.
German (Pape)
[Seite 619] att. -ττουργός, Pech machend, Theer schwelend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πισσουργός: Ἀττ. πιττ-, όν, (*ἔργω) κατεργαζόμενος τὴν πίσσαν, δεῖται δὲ ὁ ναυπηγός… καὶ πιττουργοῦ καὶ στυππειοποιοῦ Θεοδωρήτου περὶ Ὕλης καὶ Κόσμου σελ. 176, ἔκδ. Gaisford, Πολυδ. Ζʹ, 101.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και αττ. τ. πιττουργός, Α
παρασκευαστής πίσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + -ουργός (< έργον)].