πυρομέτρης: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῡρομέτρης''': -ου, καὶ -[[μετρητής]], οῦ, ὁ, [[σιτομέτρης]] καὶ πῡρομετρέω, σιτομετρῶ, | |lstext='''πῡρομέτρης''': -ου, καὶ -[[μετρητής]], οῦ, ὁ, [[σιτομέτρης]] καὶ πῡρομετρέω, σιτομετρῶ, Πολυδ. Ζ´, 18. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 292. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[μετρητής]] σιτηρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σίτος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μέτρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]])]. | |mltxt=ὁ, Α<br />ο [[μετρητής]] σιτηρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σίτος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μέτρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 7 July 2020
English (LSJ)
ου, and πῡρο-μετρητής, οῦ, ὁ,
A one who measures wheat, and πῡρο-μετρέω, measure wheat, Poll.7.18.
German (Pape)
[Seite 823] ὁ, der Weizenmesser, Poll. 7, 18.
Greek (Liddell-Scott)
πῡρομέτρης: -ου, καὶ -μετρητής, οῦ, ὁ, σιτομέτρης καὶ πῡρομετρέω, σιτομετρῶ, Πολυδ. Ζ´, 18. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 292.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο μετρητής σιτηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -μέτρης (< μέτρον)].