Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περικάρπιον: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περικάρπιον''': τό, ἡ [[θήκη]] τοῦ καρποῦ ἢ τοῦ σπόρου, [[λέπυρον]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 1, 6, Μετεωρ. 4. 3, 1, π. Ζ. Γεν. 4.4, 4, Προβλ. 20. 25, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 1. ΙΙ. τὸ περὶ τὸν καρπὸν τῆς χειρὸς [[ψέλιον]], «βραχιόλι», [[Πολυδ]]. Ε΄, 99.
|lstext='''περικάρπιον''': τό, ἡ [[θήκη]] τοῦ καρποῦ ἢ τοῦ σπόρου, [[λέπυρον]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 1, 6, Μετεωρ. 4. 3, 1, π. Ζ. Γεν. 4.4, 4, Προβλ. 20. 25, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 1. ΙΙ. τὸ περὶ τὸν καρπὸν τῆς χειρὸς [[ψέλιον]], «βραχιόλι», Πολυδ. Ε΄, 99.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περικάρπιον:''' τό скорлупа или оболочка плода Arst.
|elrutext='''περικάρπιον:''' τό скорлупа или оболочка плода Arst.
}}
}}

Revision as of 21:05, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικάρπιον Medium diacritics: περικάρπιον Low diacritics: περικάρπιον Capitals: ΠΕΡΙΚΑΡΠΙΟΝ
Transliteration A: perikárpion Transliteration B: perikarpion Transliteration C: perikarpion Beta Code: perika/rpion

English (LSJ)

τό,

   A case of fruit or seed, pod, husk, or shell, Arist. de An.412b2, Mete.380a11, GA770a15, Pr.925b30, Thphr.HP1.2.1,al., Phan.Hist.34, Dsc.2.110.    II bracelet, Poll.5.99, Malch.p.423 D.

German (Pape)

[Seite 578] τό, das, was die Frucht od. den Samen umgiebt, Samenkapsel, Schale der Frucht; Arist. meteor. 4, 3; probl. 20, 25; τῶν ῥοιῶν, Alciphr. 3, 60; a. Sp. – Auch = Armband. Poll.

Greek (Liddell-Scott)

περικάρπιον: τό, ἡ θήκη τοῦ καρποῦ ἢ τοῦ σπόρου, λέπυρον, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 1, 6, Μετεωρ. 4. 3, 1, π. Ζ. Γεν. 4.4, 4, Προβλ. 20. 25, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 1. ΙΙ. τὸ περὶ τὸν καρπὸν τῆς χειρὸς ψέλιον, «βραχιόλι», Πολυδ. Ε΄, 99.

Russian (Dvoretsky)

περικάρπιον: τό скорлупа или оболочка плода Arst.