ἀσηρός: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσηρός''': -όν, (ἄση) ὁ ναυτίαν προξενῶν, [[ἀηδής]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 766, 774· «ἀσηρόν, ἄσης ποιητικὸν» Ἐρωτιαν. σ. 82. Ἐπίρρ. -ρῶς, «ἀχθεινῶς δὲ καὶ ἀσηρῶς» [[Πολυδ]]. Γ΄, 99. 2) ὁ αἰσθανόμενος ἀηδίαν, ἢ περιφρόνησιν, ἐπὶ γυναικός, Σαπφὼ 78, ἴδε Gaisf. Ἡφαιστ. 64.
|lstext='''ἀσηρός''': -όν, (ἄση) ὁ ναυτίαν προξενῶν, [[ἀηδής]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 766, 774· «ἀσηρόν, ἄσης ποιητικὸν» Ἐρωτιαν. σ. 82. Ἐπίρρ. -ρῶς, «ἀχθεινῶς δὲ καὶ ἀσηρῶς» Πολυδ. Γ΄, 99. 2) ὁ αἰσθανόμενος ἀηδίαν, ἢ περιφρόνησιν, ἐπὶ γυναικός, Σαπφὼ 78, ἴδε Gaisf. Ἡφαιστ. 64.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 21:15, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσηρός Medium diacritics: ἀσηρός Low diacritics: ασηρός Capitals: ΑΣΗΡΟΣ
Transliteration A: asērós Transliteration B: asēros Transliteration C: asiros Beta Code: a)shro/s

English (LSJ)

[ᾰ], όν, (ἄση)

   A causing discomfort, Hp.Fract.22,33, Plu.2.713a. Adv. -ρῶς Poll.3.99.    2 feeling disgust, disdainful, Sapph. 77 (Comp.): Medic., feeling discomfort, Ruf. ap. Orib.45.30.22.

German (Pape)

[Seite 369] (ἄση), ekelhaft, Hippocr. auch lästig.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσηρός: -όν, (ἄση) ὁ ναυτίαν προξενῶν, ἀηδής, Ἱππ. π. Ἀγμ. 766, 774· «ἀσηρόν, ἄσης ποιητικὸν» Ἐρωτιαν. σ. 82. Ἐπίρρ. -ρῶς, «ἀχθεινῶς δὲ καὶ ἀσηρῶς» Πολυδ. Γ΄, 99. 2) ὁ αἰσθανόμενος ἀηδίαν, ἢ περιφρόνησιν, ἐπὶ γυναικός, Σαπφὼ 78, ἴδε Gaisf. Ἡφαιστ. 64.

Spanish (DGE)

-όν

• Alolema(s): eol. ἄσαρος Sapph.91, 103.8; ἀσαρός Hsch.

• Prosodia: [ᾰ-]
I 1molesto, que causa molestias de pers., Sapph.ll.cc., de un entablillado ἀσηρὸν γὰρ ἂν εἴη πρὸς τὴν ἰγνύην προσβαλλόμενον Hp.Fract.22, τὸ ἔλαιον Gal.10.823, cf. Hsch.
subst. τὰ ἀσηρά molestias Plu.2.713a.
2 que se siente molesto de pers. c. fiebre, Ruf. en Orib.45.30.22.
II adv. -ῶς con molestias ἀχθεινῶς καὶ ἀ. Poll.3.99. • DMic.: a-sa-ro (?).

Russian (Dvoretsky)

ἀσηρός: дор. ἀσᾱρός 2 (ᾰς) ἄση чувствующий отвращение или презрение Sappho.