ἀνακογχυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
(big3_4)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακογχῠλίζω''': -ισμός, [[Πολυδ]]. Ϛϳ, 25, Ἀρετ. π. Θερ. Ὀξ. Παθ. 17.
|lstext='''ἀνακογχῠλίζω''': -ισμός, Πολυδ. Ϛϳ, 25, Ἀρετ. π. Θερ. Ὀξ. Παθ. 17.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:20, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακογχῠλίζω Medium diacritics: ἀνακογχυλίζω Low diacritics: ανακογχυλίζω Capitals: ΑΝΑΚΟΓΧΥΛΙΖΩ
Transliteration A: anakonchylízō Transliteration B: anakonchylizō Transliteration C: anakogchylizo Beta Code: a)nakogxuli/zw

English (LSJ)

   A = -ιάζω, Eup.275, Ruf. ap. Aët.2.92, Poll.6.25, Gal.11.769.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακογχῠλίζω: -ισμός, Πολυδ. Ϛϳ, 25, Ἀρετ. π. Θερ. Ὀξ. Παθ. 17.

French (Bailly abrégé)

1 se gargariser;
2 employer comme gargarisme.
Étymologie: ἀνά, κογχυλίζω.

Spanish (DGE)

(ἀνακογχῠλίζω) 1 v. act. hacer gárgaras ὕδωρ μοί τις δότω ἀνακογχυλίσαι Eup.275.
2 v. med. meter en la boca, enjuagarse la boca τὰ μὲν διὰ τῶν ῥινῶν ἐγχεόμενα φάρμακα ... τὰ δ' ἀνακογχυλιζόμενα καὶ μασώμενα Gal.11.769, πρὸς δὲ τὰς ὀδονταλγίας ἁρμόζει ἑψόμενα σὺν ὄξει καὶ ἀνακογχυλιζόμενα Dsc.Eup.1.66
incluyendo la idea de ingerir τοῖς τὸ ἐφήμερον λαβοῦσιν ἀνακογχυλίζεσθαι (τὸ γάλα) συμφέρει Ruf.Fr.58.1.