ἀπαύλια: Difference between revisions
οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαύλια''': -ων, τά, (αὐλὴ) τὸ κοιμᾶσθαι μόνον, [[κυρίως]] κατὰ τὴν πρὸ τοῦ γάμου νύκτα, ὅτε ὁ [[νυμφίος]] ἐκοιμᾶτο [[μόνος]] ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πενθεροῦ, [[ὡσαύτως]] καὶ τὰ δῶρα τὰ κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν διδόμενα τῇ νύμφῃ· ἀμφότεραι αἱ σημασίαι ἐν | |lstext='''ἀπαύλια''': -ων, τά, (αὐλὴ) τὸ κοιμᾶσθαι μόνον, [[κυρίως]] κατὰ τὴν πρὸ τοῦ γάμου νύκτα, ὅτε ὁ [[νυμφίος]] ἐκοιμᾶτο [[μόνος]] ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πενθεροῦ, [[ὡσαύτως]] καὶ τὰ δῶρα τὰ κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν διδόμενα τῇ νύμφῃ· ἀμφότεραι αἱ σημασίαι ἐν Πολυδ. Γ΄, 39, Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μ. Ἀλλὰ σύγχυσίς τις φαίνεται ὅτι ὑπάρχει ἐν ταῖς προθέσεσι, [[διότι]] ἀπαντῶμεν [[ἀπαύλια]] καὶ ἐπαύλια [[συγκεχυμένως]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 7 July 2020
English (LSJ)
ων, τά, (αὐλή)
A sleeping alone, esp. the night before the wedding, when the bridegroom slept alone in the father-in-law's house, Poll.3.39; cf. ἐπαύλια:—EM119.14 is confused.
German (Pape)
[Seite 282] ίων, τά, das Alleinschlafen, nach Poll. 3, 39 der Tag vor der Hochzeit, wo der Bräutigam in des Schwiegervaters Hause allein schläft; nach E. M. der Tag, von dem an die Braut nicht mehr in des Vaters Hause schläft, s. ἐπαύλια.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαύλια: -ων, τά, (αὐλὴ) τὸ κοιμᾶσθαι μόνον, κυρίως κατὰ τὴν πρὸ τοῦ γάμου νύκτα, ὅτε ὁ νυμφίος ἐκοιμᾶτο μόνος ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πενθεροῦ, ὡσαύτως καὶ τὰ δῶρα τὰ κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν διδόμενα τῇ νύμφῃ· ἀμφότεραι αἱ σημασίαι ἐν Πολυδ. Γ΄, 39, Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μ. Ἀλλὰ σύγχυσίς τις φαίνεται ὅτι ὑπάρχει ἐν ταῖς προθέσεσι, διότι ἀπαντῶμεν ἀπαύλια καὶ ἐπαύλια συγκεχυμένως.