ἱππονόμος: Difference between revisions

From LSJ

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππονόμος''': -ον, ὁ νέμων ἵππους, [[Πολυδ]]. Α΄, 181. ΙΙ. ἱππόνομα, τά, «μισθὸς [[ἱππικός]], καὶ τῶν ἡμιόνων» Ἡσύχ., [[ὅπερ]] πιθαν. νὰ σημαίνῃ πληρωμὴν διὰ τὴν νομὴν ἵππων.
|lstext='''ἱππονόμος''': -ον, ὁ νέμων ἵππους, Πολυδ. Α΄, 181. ΙΙ. ἱππόνομα, τά, «μισθὸς [[ἱππικός]], καὶ τῶν ἡμιόνων» Ἡσύχ., [[ὅπερ]] πιθαν. νὰ σημαίνῃ πληρωμὴν διὰ τὴν νομὴν ἵππων.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:24, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἱππονόμος Medium diacritics: ἱππονόμος Low diacritics: ιππονόμος Capitals: ΙΠΠΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: hipponómos Transliteration B: hipponomos Transliteration C: ipponomos Beta Code: *(ippono/mos

English (LSJ)

ον,

   A keeping horses, Poll.1.181.    II ἱππόνομα, τά, prob. horsehire, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1260] Pferde weidend, hütend, βοτῆρας Soph. Ai. 228, wo Herm. des Verses wegen ἱππονώμους, Pors. richtiger ἱππονώμας geändert hat; Poll. 1, 181; – ἱππόνομος, von Pferden beweidet.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππονόμος: -ον, ὁ νέμων ἵππους, Πολυδ. Α΄, 181. ΙΙ. ἱππόνομα, τά, «μισθὸς ἱππικός, καὶ τῶν ἡμιόνων» Ἡσύχ., ὅπερ πιθαν. νὰ σημαίνῃ πληρωμὴν διὰ τὴν νομὴν ἵππων.

Greek Monolingual

ἱππονόμος, -ον (Α)
αυτός που βόσκει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. βου-νόμος, μηλο-νόμος.

Russian (Dvoretsky)

ἱππονόμος: пасущий коней (βοτῆρες Soph. - v. l. ἱππονώμας).