κηρώνω: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(20) |
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κερώνω]] (ΑΜ κηρῶ, -όω) [[κηρός]]<br />[[επικαλύπτω]], [[επιχρίω]] [[κάτι]] με [[κερί]] («κεκηρῶσθαι τὰ [[ἔσωθεν]] τῆς κλεψύδρας», Αιν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i> | |mltxt=και [[κερώνω]] (ΑΜ κηρῶ, -όω) [[κηρός]]<br />[[επικαλύπτω]], [[επιχρίω]] [[κάτι]] με [[κερί]] («κεκηρῶσθαι τὰ [[ἔσωθεν]] τῆς κλεψύδρας», Αιν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>κηοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />(για μέλισσες) [[σχηματίζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου με [[κερί]]. | ||
}} | }} |