ζητηματικός: Difference between revisions
From LSJ
Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt
(16) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zitimatikos | |Transliteration C=zitimatikos | ||
|Beta Code=zhthmatiko/s | |Beta Code=zhthmatiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[ζητητικός]] 2, Sch.Pl.p.212H.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζητηματικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αναζήτηση]] της αλήθειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζήτημα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> καταλ. -<i>ικός</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρη]. | |mltxt=[[ζητηματικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αναζήτηση]] της αλήθειας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζήτημα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> καταλ. -<i>ικός</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρη]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 10 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A = ζητητικός 2, Sch.Pl.p.212H.
Greek Monolingual
ζητηματικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αναζήτηση της αλήθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτημα, -τος + καταλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρη].