ζῳογενής: Difference between revisions
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zoogenis | |Transliteration C=zoogenis | ||
|Beta Code=zw|ogenh/s | |Beta Code=zw|ogenh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense" | |Definition=ές, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[of animate kind]], [[mortal]], opp. [[ἀειγενής]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>309c</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:35, 10 December 2020
English (LSJ)
ές, A of animate kind, mortal, opp. ἀειγενής, Pl.Plt.309c.
German (Pape)
[Seite 1143] ές, thieri sch, τῆς ψυχῆς μέρος Plat. Polit. 309 c.
Greek (Liddell-Scott)
ζῳογενής: -ές, γεννηθεὶς ἐκ ζῴου, ζῳώδης, τὸ ζῳογενὲς τῆς ψυχῆς μέρος Πλάτ. Πολιτικ. 309C.
Greek Monolingual
-ές (Α ζωογενής, -ές)
αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, ζωώδης, θνητός
νεοελλ.
αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γενής (< γένος), πρβλ. μονο-γενής, ομο-γενής].
Russian (Dvoretsky)
ζῳογενής: имеющий животную природу, животный (τὸ τῆς ψυχῆς μέρος Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζῳογενής -ές [ζῷον, γένος] van dierlijke aard, sterfelijk.