θηρόβορος: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thirovoros | |Transliteration C=thirovoros | ||
|Beta Code=qhro/boros | |Beta Code=qhro/boros | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[eaten]] or [[torn by wild beasts]], [[κρέας]] Ps.<span class="bibl">Phoc.147</span>; <b class="b3">θ. θάνατος</b> death [[by wild beasts]], <span class="bibl">Man.4.614</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:35, 10 December 2020
English (LSJ)
ον, A eaten or torn by wild beasts, κρέας Ps.Phoc.147; θ. θάνατος death by wild beasts, Man.4.614.
German (Pape)
[Seite 1210] = θηριόβορος; auch θάνατος, Man. 4, 614.
Greek (Liddell-Scott)
θηρόβορος: -ον, ὁ καταβρωθεὶς ἢ κατασπαραχθεὶς ὑπὸ ἀγρίων θηρίων, κρέας Ψευδο-Φωκυλ. 136 (ἀλλ. θηρίβορον)· θηρ. θάνατος, δι’ ἀγρίων θηρίων γινόμενος, Μανέθων 4. 614.
Greek Monolingual
θηρόβορος, -ον (Α)
1. αυτός που κατασπαράχθηκε από άγρια θηρία
2. αυτός που γίνεται από θηρία («θηρόβορος θάνατος», Μανέ θ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -βορος (< βορά < βι-βρώ-σκω), πρβλ. θυμο-βόρος, σαρκο-βόρος].