κεκαδήσω: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kekadiso
|Transliteration C=kekadiso
|Beta Code=kekadh/sw
|Beta Code=kekadh/sw
|Definition=κεκάδοντο, κεκαδών, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[χάζομαι]]:—but for κεκαδήσομαι, v. [[κήδω]]:—for κεκαδδίχθαι, v. [[κάδδιχος]]. κεκαδμένος, v. [[καίνυμαι]].</span>
|Definition=κεκάδοντο, κεκαδών, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[χάζομαι]]:—but for κεκαδήσομαι, v. [[κήδω]]:—for κεκαδδίχθαι, v. [[κάδδιχος]]. κεκαδμένος, v. [[καίνυμαι]].</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:55, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεκᾰδήσω Medium diacritics: κεκαδήσω Low diacritics: κεκαδήσω Capitals: ΚΕΚΑΔΗΣΩ
Transliteration A: kekadḗsō Transliteration B: kekadēsō Transliteration C: kekadiso Beta Code: kekadh/sw

English (LSJ)

κεκάδοντο, κεκαδών,    A v. χάζομαι:—but for κεκαδήσομαι, v. κήδω:—for κεκαδδίχθαι, v. κάδδιχος. κεκαδμένος, v. καίνυμαι.

Greek (Liddell-Scott)

κεκᾰδήσω: κεκάδοντο, κεκαδών, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι·‒ ἀλλὰ περὶ τοῦ κεκαδήσομαι ἴδε ἐν λέξ. κήδω.

French (Bailly abrégé)

v. κήδω;
v. χάζω.

Greek Monolingual

κεκαδήσω (Α)
θα αποστερήσω («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῡ και ψυχῆς», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. κεκαδήσω και ο αόρ. κέκαδον απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. του ρ. χάζω «αποστερώ», με το οποίο όμως δεν συνδέονται ετυμολογικά. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με αρχ. ινδ. kadana-, ενώ, κατ' άλλους, με το ρ. κήδω «φροντίζω»].

Greek Monotonic

κεκᾰδήσω: Επικ. μέλ. του χάζω.

Russian (Dvoretsky)

κεκαδήσω:
I эп. fut. 2 к κήδω.
II эп. fut. к χάζω.