κεκαδήσω: Difference between revisions
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kekadiso | |Transliteration C=kekadiso | ||
|Beta Code=kekadh/sw | |Beta Code=kekadh/sw | ||
|Definition=κεκάδοντο, κεκαδών, <span class="sense" | |Definition=κεκάδοντο, κεκαδών, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> v. [[χάζομαι]]:—but for κεκαδήσομαι, v. [[κήδω]]:—for κεκαδδίχθαι, v. [[κάδδιχος]]. κεκαδμένος, v. [[καίνυμαι]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:55, 11 December 2020
English (LSJ)
κεκάδοντο, κεκαδών, A v. χάζομαι:—but for κεκαδήσομαι, v. κήδω:—for κεκαδδίχθαι, v. κάδδιχος. κεκαδμένος, v. καίνυμαι.
Greek (Liddell-Scott)
κεκᾰδήσω: κεκάδοντο, κεκαδών, ἴδε ἐν λέξ. χάζομαι·‒ ἀλλὰ περὶ τοῦ κεκαδήσομαι ἴδε ἐν λέξ. κήδω.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
κεκαδήσω (Α)
θα αποστερήσω («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῡ και ψυχῆς», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. κεκαδήσω και ο αόρ. κέκαδον απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. του ρ. χάζω «αποστερώ», με το οποίο όμως δεν συνδέονται ετυμολογικά. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με αρχ. ινδ. kadana-, ενώ, κατ' άλλους, με το ρ. κήδω «φροντίζω»].
Greek Monotonic
κεκᾰδήσω: Επικ. μέλ. του χάζω.