κυλινδροειδής: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kylindroeidis | |Transliteration C=kylindroeidis | ||
|Beta Code=kulindroeidh/s | |Beta Code=kulindroeidh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense" | |Definition=ές, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[cylindrical]], <span class="bibl">Euc.<span class="title">Phaen.</span>p.4</span> M., <span class="title">Placit.</span> 2.27.4, <span class="bibl">Cleom.2.2</span>, Gal.8.895, <span class="bibl">Hero <span class="title">Spir.</span>2.34</span>. Adv. -δῶς <span class="bibl">Eust.1604.58</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:09, 11 December 2020
English (LSJ)
ές, A cylindrical, Euc.Phaen.p.4 M., Placit. 2.27.4, Cleom.2.2, Gal.8.895, Hero Spir.2.34. Adv. -δῶς Eust.1604.58.
Greek (Liddell-Scott)
κῠλινδροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κύλινδρον, Πλούτ. 2. 891C, Κλεομήδ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. 1604. 58.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
de forme cylindrique.
Étymologie: κύλινδρος, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές (Α κυλινδροειδής, -ές)
αυτός που έχει κυλινδρικό σχήμα, αυτός που μοιάζει με κύλινδρο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κυλινδροειδές
σωμάτιο στο ίζημα τών ούρων, που μοιάζει με υαλοειδή κύλινδρο, αποτελείται από βλέννα και παράγεται στις εκφορητικές ουροφόρους οδούς.
επίρρ...
κυλινδροειδώς (Α κυλινδροειδώς)
με κυλινδροειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + -ειδής (< εἶδος)].
Russian (Dvoretsky)
κυλινδροειδής: цилиндрический (σχῆμα Plut.).