λειτούργιον: Difference between revisions
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leitoyrgion | |Transliteration C=leitoyrgion | ||
|Beta Code=leitou/rgion | |Beta Code=leitou/rgion | ||
|Definition=τό, <span class="sense" | |Definition=τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[subsidiary action springing out of a trial]], Plin.<span class="title">Ep.</span>2.11,12 (λιτ- codd., cf. [[λειτουργέω]] ad fin.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λειτούργιον]], τὸ (Α) [[λειτουργός]]<br />συμπληρωματική [[ενέργεια]] για [[αποτελείωση]], για τερματισμό δίκης. | |mltxt=[[λειτούργιον]], τὸ (Α) [[λειτουργός]]<br />συμπληρωματική [[ενέργεια]] για [[αποτελείωση]], για τερματισμό δίκης. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:43, 11 December 2020
English (LSJ)
τό, A subsidiary action springing out of a trial, Plin.Ep.2.11,12 (λιτ- codd., cf. λειτουργέω ad fin.).
Greek Monolingual
λειτούργιον, τὸ (Α) λειτουργός
συμπληρωματική ενέργεια για αποτελείωση, για τερματισμό δίκης.