λειτούργιον
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
τό, subsidiary action springing out of a trial, Plin.Ep.2.11,12 (λιτ- codd., cf. λειτουργέω ad fin.).
Greek Monolingual
λειτούργιον, τὸ (Α) λειτουργός
συμπληρωματική ενέργεια για αποτελείωση, για τερματισμό δίκης.