λειτούργιον

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειτούργιον Medium diacritics: λειτούργιον Low diacritics: λειτούργιον Capitals: ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΟΝ
Transliteration A: leitoúrgion Transliteration B: leitourgion Transliteration C: leitoyrgion Beta Code: leitou/rgion

English (LSJ)

τό, subsidiary action springing out of a trial, Plin.Ep.2.11,12 (λιτ- codd., cf. λειτουργέω ad fin.).

Greek Monolingual

λειτούργιον, τὸ (Α) λειτουργός
συμπληρωματική ενέργεια για αποτελείωση, για τερματισμό δίκης.