μονόκλωνος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monoklonos
|Transliteration C=monoklonos
|Beta Code=mono/klwnos
|Beta Code=mono/klwnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with a single stem]], Dsc. 4.5, dub. l. in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.18.8</span>, cf. <span class="title">PMag.Par.</span>1.808:—also μονό-κλων, ib. 2689.</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with a single stem]], Dsc. 4.5, dub. l. in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.18.8</span>, cf. <span class="title">PMag.Par.</span>1.808:—also μονό-κλων, ib. 2689.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:45, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκλωνος Medium diacritics: μονόκλωνος Low diacritics: μονόκλωνος Capitals: ΜΟΝΟΚΛΩΝΟΣ
Transliteration A: monóklōnos Transliteration B: monoklōnos Transliteration C: monoklonos Beta Code: mono/klwnos

English (LSJ)

ον,    A with a single stem, Dsc. 4.5, dub. l. in Thphr.HP9.18.8, cf. PMag.Par.1.808:—also μονό-κλων, ib. 2689.

German (Pape)

[Seite 203] mit einem Zweige, einem Sproß, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μονόκλωνος: -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα κλῶνα, Διοσκ. 3. 127, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 18.

Spanish

de un solo tallo

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόκλωνος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει έναν μόνο κλώνο
νεοελλ.
1. (για νήματα) αυτός που αποτελείται από μία μόνο κλωστή
2. βιολ. αυτός που ανήκει στον ίδιο κυτταρικό κλώνο
3. φρ. «μονόκλωνη ανοσοσφαιρίνη» — ανοσοσφαιρίνη η οποία εμφανίζεται σε ένα ομοιογενές έπαρμα κατά την ηλεκτροφόρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κλῶνος].