συγχωρητικός: Difference between revisions
(39) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygchoritikos | |Transliteration C=sygchoritikos | ||
|Beta Code=sugxwrhtiko/s | |Beta Code=sugxwrhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> <b class="b2">assigning a place to . .</b>, νοῦς σ. πάντων Herm. ap. Stob.1.18.3.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:20, 11 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A assigning a place to . ., νοῦς σ. πάντων Herm. ap. Stob.1.18.3.
German (Pape)
[Seite 972] ή, όν, zum Nachgeben gehörig, nachgiebig, nachsichtig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγχωρητικός: -ή, -όν, ὁ κλίνων εἰς ὑποχώρησιν, ἐνδοτικός, συγχωρῶν, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 1193C, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συγχωρητικός, -ή, -όν, ΝΑ συγχωρῶ
αυτός που εύκολα συγχωρεί
νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγγνώμη, συγχωρητήριος
2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητικό
το συγχωροχάρτι
αρχ.
αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, ενδοτικός.
επίρρ...
συγχωρητικῶς Α
κατά συγχώρηση.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συγχωρητικός, -ή, -όν, ΝΑ συγχωρῶ
αυτός που εύκολα συγχωρεί
νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγγνώμη, συγχωρητήριος
2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητικό
το συγχωροχάρτι
αρχ.
αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, ενδοτικός.
επίρρ...
συγχωρητικῶς Α
κατά συγχώρηση.