σχοινιοστρόφος: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schoiniostrofos | |Transliteration C=schoiniostrofos | ||
|Beta Code=sxoiniostro/fos | |Beta Code=sxoiniostro/fos | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense" | |Definition=ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[rope-maker]], <span class="bibl">Poll.7.160</span>; cf. [[σχοινοστρόφος]]. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[water-drawer]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1332</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">σχοινιόστροφον, τό,</b> = [[ἵππουρις]], Ps.-Dsc.4.46. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> = [[κάνναβις ἥμερος]], Id.3.148.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:23, 12 December 2020
English (LSJ)
ὁ, A rope-maker, Poll.7.160; cf. σχοινοστρόφος. 2 water-drawer, Sch.Ar.Ra.1332. II σχοινιόστροφον, τό, = ἵππουρις, Ps.-Dsc.4.46. 2 = κάνναβις ἥμερος, Id.3.148.
German (Pape)
[Seite 1056] Il Stricke drehend. – 2) das Brunnenseil drehend u. damit Wasser schöpfend, Schol. Ar. Ran. 1332.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινιοστρόφος: ὁ, ὁ στρέφων, κατασκευάζων σχοινία, Πολυδ. Z΄, 160. 2) ὁ ἀντλῶν ὕδωρ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1297. ΙΙ. σχοινιόστροφον, τό, φυτόν τι, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 46.
Greek Monolingual
και σχοινοστρόφος, ὁ, Α
1. αυτός που συστρέφει σχοινιά, ο σχοινοπλόκος
2. αυτός που περιστρέφει σχοινί για την άντληση νερού
3. (κατ' επέκτ.) αυτός που αντλεί νερό
4. το φυτό κάναβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον / σχοῖνος + -στροφος (< στρέφω)].