τυπωτής: Difference between revisions
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=typotis | |Transliteration C=typotis | ||
|Beta Code=tupwth/s | |Beta Code=tupwth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense" | |Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[one who forms]] or [[moulds]], κόσμοιο τ. <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>247.8</span>:—fem. τῠπ-ῶτις, ιδος<b class="b3">, σφρηγὶς τ</b>. [[seal]]-ring, <span class="bibl">Id.<span class="title">H.</span>34.26</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:15, 12 December 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who forms or moulds, κόσμοιο τ. Orph.Fr.247.8:—fem. τῠπ-ῶτις, ιδος, σφρηγὶς τ. seal-ring, Id.H.34.26.
Greek (Liddell-Scott)
τῠπωτής: -οῦ, ὁ, (τυπόω) ὁ τυπῶν, σχηματίζων ἢ διαπλάττων, κόσμοιο τυπ. Ὀρφ. Ἀποσπ. 2. 8· ― θηλ. (ἀδόκιμ.) τυπῶτις, ιδος, σφρηγὶς τ., δακτύλιος μετὰ σφραγῖδος, ὁ αὐτ. ἐν Ὕμν. 33. 26. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 863.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. τυπώτρια Ν, θηλ. τυπῶτις, -ώτιδος, Α τυπῶ
νεοελλ.
1. κατασκευαστής μητρών, καλουπιών
2. τεχνίτης ειδικευμένος στην εκτύπωση
αρχ.
1. αυτός που προσδίδει μορφή σε κάτι, που το σχηματίζει, το διαμορφώνει
2. το θηλ. (με τη λ. σφρηγίς) δαχτυλίδι με σφραγίδα.