ψεκτικός: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psektikos | |Transliteration C=psektikos | ||
|Beta Code=yektiko/s | |Beta Code=yektiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[censorious]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.Al.</span>1421b9</span>, <span class="bibl">Poll.5.117</span>; τὸ-κόν <span class="title">Stoic.</span>2.62. Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.5.118</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:50, 12 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A censorious, Arist.Rh.Al.1421b9, Poll.5.117; τὸ-κόν Stoic.2.62. Adv. -κῶς Poll.5.118.
German (Pape)
[Seite 1392] zum Tadeln gehörig, geneigt, tadelsüchtig, εἶδος λόγων Anaxim. rhet. 1; auch adv. ψεκτικῶς, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, μεμπτικός, φιλοκατήγορος, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλεξ. 4. 1, Πολυδ. Ε΄, 118. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. αὐτόθι.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ψεκτικός, -ή -όν, ΝΑ ψέκτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψέκτη ή στον ψόγο, επικριτικός
2. (για πρόσ.) φιλοκατήγορος.
επίρρ...
ψεκτικῶς Α
με επικριτικό τρόπο.
Russian (Dvoretsky)
ψεκτικός: ψέγω порицательный, хулительский (εἶδος λόγων Arst.).