ἕστηκα: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=estika | |Transliteration C=estika | ||
|Beta Code=e(/sthka | |Beta Code=e(/sthka | ||
|Definition=ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς, <span class="sense" | |Definition=ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> v. [[ἵστημι]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:55, 12 December 2020
English (LSJ)
ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς, A v. ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἕστηκα: ἑστήξω, καὶ -ομαι, ἕστησα, ἕστην, ἑστηώς, ἴδε ἵστημι.
French (Bailly abrégé)
pf. de ἵστημι.
Greek Monotonic
ἕστηκα: -ειν, αμτβ. παρακ. και υπερσ. του ἵστημι· ἕστην, αόρ. βʹ· ἕστηξω, -ομαι, μέλ.
Russian (Dvoretsky)
ἕστηκα: pf. к ἵστημι.