ἑνδεκασύλλαβος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=endekasyllavos
|Transliteration C=endekasyllavos
|Beta Code=e(ndekasu/llabos
|Beta Code=e(ndekasu/llabos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[eleven-syllabled]], <b class="b3">ἑ. Πινδαρικόν</b> (sc. [[μέτρον]]) <span class="bibl">Heph.14.2</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[eleven-syllabled]], [[ἑνδεκασύλλαβον]] = [[hendecasyllabum]]; [[ἑνδεκασύλλαβον]] [[Πινδαρικόν]] (sc. [[μέτρον]]) <span class="bibl">Heph.14.2</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM ἑνδεκασύλλαβον) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[ένδεκα]] συλλαβές («[[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]]»)<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως. ουσ.) ο [[ενδεκασύλλαβος]]<br />ο [[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑνδεκασύλλαβον</i><br />ο [[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑνδεκασύλλαβον]]) <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[ένδεκα]] συλλαβές («[[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]]»)<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως. ουσ.) ο [[ενδεκασύλλαβος]]<br />ο [[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑνδεκασύλλαβον</i><br />ο [[ενδεκασύλλαβος]] [[στίχος]].
}}
}}

Revision as of 07:33, 25 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑνδεκᾰσύλλᾰβος Medium diacritics: ἑνδεκασύλλαβος Low diacritics: ενδεκασύλλαβος Capitals: ΕΝΔΕΚΑΣΥΛΛΑΒΟΣ
Transliteration A: hendekasýllabos Transliteration B: hendekasyllabos Transliteration C: endekasyllavos Beta Code: e(ndekasu/llabos

English (LSJ)

ον,    A eleven-syllabled, ἑνδεκασύλλαβον = hendecasyllabum; ἑνδεκασύλλαβον Πινδαρικόν (sc. μέτρον) Heph.14.2.

German (Pape)

[Seite 832] clssylbig, Hephaest.

Greek (Liddell-Scott)

ἑνδεκασύλλαβος: -ον, ὁ ἐξ ἕνδεκα συλλαβῶν συνιστάμενος, τὸ Σαπφικὸν καλούμενον ἑνδεκασύλλαβον Ἡφαιστίων 14. 2.

Spanish (DGE)

-ον
métr. endecasílabo del metro de once sílabas, del alcaico, Heph.14.3, del sáfico, Heph.14.1, del pindárico, Heph.14.2, del falecio, Cat.12.10, 42.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑνδεκασύλλαβον) νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από ένδεκα συλλαβές («ενδεκασύλλαβος στίχος»)
2. (το αρσ. ως. ουσ.) ο ενδεκασύλλαβος
ο ενδεκασύλλαβος στίχος
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑνδεκασύλλαβον
ο ενδεκασύλλαβος στίχος.