Πελασγίς: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(3b) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[ίδος]] και [[Πελασγιάς]], -[[άδος]], ή, Α<br /><b>1.</b> Πελασγική<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Ήρας, στη Σάμο και στη [[Θεσσαλία]], [[καθώς]] και της Δήμητρος στο Άργος.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-[[ίδος]] και [[Πελασγιάς]], -[[άδος]], ή, Α<br /><b>1.</b> Πελασγική<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] της Ήρας, στη Σάμο και στη [[Θεσσαλία]], [[καθώς]] και της Δήμητρος στο Άργος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πελασγός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Πελασγίς:''' ίδος adj. f пеласгическая Her. | |elrutext='''Πελασγίς:''' ίδος adj. f пеласгическая Her. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 29 December 2020
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
c. Πελασγικός, Πελάσγιος.
Greek Monolingual
-ίδος και Πελασγιάς, -άδος, ή, Α
1. Πελασγική
2. προσωνυμία της Ήρας, στη Σάμο και στη Θεσσαλία, καθώς και της Δήμητρος στο Άργος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πελασγός + επίθημα -ίς, -ίδος].
Russian (Dvoretsky)
Πελασγίς: ίδος adj. f пеласгическая Her.