Ταρταρίτης: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[κάτοικος]] του Ταρτάρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Τάρταρος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>σελην</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[κάτοικος]] του Ταρτάρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Τάρταρος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>σελην</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 21:45, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ταρταρίτης Medium diacritics: Ταρταρίτης Low diacritics: Ταρταρίτης Capitals: ΤΑΡΤΑΡΙΤΗΣ
Transliteration A: Tartarítēs Transliteration B: Tartaritēs Transliteration C: Tartaritis Beta Code: *tartari/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A dweller in Tartarus, Com.Adesp.1160.

Greek (Liddell-Scott)

Ταρτᾱρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐν τῷ Ταρτάρῳ κατοικῶν, διατρίβων, Κωμ. Ἀνώμ. 342.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο κάτοικος του Ταρτάρου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Τάρταρος + επίθημα -ίτης (πρβλ. σελην-ίτης)].