άγνωμος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ανέγνωρος]], -η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[γνώμη]], [[άβουλος]], [[αναποφάσιστος]], [[διστακτικός]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]], [[επιπόλαιος]], [[απερίσκεπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά το Ιστ. Λεξ. Ακαδημίας Αθηνών <span style="color: red;"><</span> αρχ. επίθ. [[ἀγνώμων]] ή <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[γνώμη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγνωμιά]]].
|mltxt=και [[ανέγνωρος]], -η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[γνώμη]], [[άβουλος]], [[αναποφάσιστος]], [[διστακτικός]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]], [[επιπόλαιος]], [[απερίσκεπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Κατά το Ιστ. Λεξ. Ακαδημίας Αθηνών <span style="color: red;"><</span> αρχ. επίθ. [[ἀγνώμων]] ή <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[γνώμη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγνωμιά]]].
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

και ανέγνωρος, -η, -ο
1. αυτός που δεν έχει γνώμη, άβουλος, αναποφάσιστος, διστακτικός
2. ανόητος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κατά το Ιστ. Λεξ. Ακαδημίας Αθηνών < αρχ. επίθ. ἀγνώμων ή < α- στερητ. + γνώμη.
ΠΑΡ. αγνωμιά].