αγνωμιά
From LSJ
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
Greek Monolingual
και ανεγνωμιά, η άγνωμος
1. έλλειψη γνώμης ή βουλήσεως, αναποφασιστικότητα, δισταγμός
2. ανοησία, επιπολαιότητα, απερισκεψία.