αγνωμιά

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403

Greek Monolingual

και ανεγνωμιά, η άγνωμος
1. έλλειψη γνώμης ή βουλήσεως, αναποφασιστικότητα, δισταγμός
2. ανοησία, επιπολαιότητα, απερισκεψία.