άρχος: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> ο επικεφαλής, ο [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> ο [[άρχοντας]], ο [[ευγενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρχων]], με μεταπλασμό (<b>πρβλ.</b> [[γέρων]] > [[γέρος]], [[δράκων]] > [[δράκος]], [[Χάρων]] > <i>Χάρος</i>)].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> ο επικεφαλής, ο [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> ο [[άρχοντας]], ο [[ευγενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρχων]], με μεταπλασμό (<b>πρβλ.</b> [[γέρων]] > [[γέρος]], [[δράκων]] > [[δράκος]], [[Χάρων]] > <i>Χάρος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο
1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός
2. ο άρχοντας, ο ευγενής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άρχων, με μεταπλασμό (πρβλ. γέρων > γέρος, δράκων > δράκος, Χάρων > Χάρος)].