Χάρων

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
Charon, nocher des Enfers.
Étymologie: DELG χάρων.

Greek Monolingual

-ωνος και -οντος, ο, ΝΜΑ, και Χάρωνας και Χάροντας Ν
μυθ. μυθικό πλάσμα, γιος του Ερέβους και της Νυκτός, δαιμονική μορφή του Κάτω Κόσμου, ο πορθμέας τών ψυχών τών νεκρών, ο οποίος μετέφερε τις σκιές τους στον Άδη διά μέσου της Αχερουσίας λίμνης και τών ποταμών του Άδη ζητώντας τους ως ανταμοιβή έναν οβολό, και του οποίου το όνομα οφείλεται στο άγριο και σπινθηροβόλο βλέμμα του
νεοελλ.
ο θάνατοςπάει να δει του χάροντα τα μαυρισμένα σπήλια», Ερωτόκρ.)
αρχ.
φρ. «σπένδειν τῷ Χάρωνι» — λεγόταν για εκείνους που ένιωθαν χαρά όταν πέθαινε κάποιος άλλος (Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. ονομασία μυθικού προσώπου, η οποία, κατά την αρχαιότητα, ερμηνευόταν από τους μελετητές ως παρ. του ρ. χαίρω (πρβλ. τα ανθρωπωνύμια Χάρων, Χαρώνδας), το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατ' ευφημισμό ως όν. του μυθικού πλάσματος που μετέφερε τις ψυχές τών νεκρών στον Άδη. Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, η λ. έχει προέλθει από το επίθ. χάρων, λόγω του άγριου, σπινθηροβόλου βλέμματος του χάροντα. Και οι δύο αυτές απόψεις, ωστόσο, παραμένουν τελείως υποθετικές, ενώ ελάχιστα πιθανές θεωρούνται τόσο η σύνδεση με τον τ. Ἀχέρων όσο και η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ.].

Russian (Dvoretsky)

Χάρων: ωνος, реже οντος (ᾰ) ὁ Харон
1 сын Эреба, лодочник царства теней, перевозивший души усопших через подземные реки Eur.;
2 знатный фиванец, в доме которого скрывался Пелопид перед восстанием против Спартанцев в 379 г. до н. э. Xen.

Middle Liddell

χάρων, ωνος, ὁ, ἡ, [poetic for χαροπός; hence as prop. n.]
Charon, the ferryman of the Styx, from his bright fierce eyes, Eur., Ar.

Wikipedia EN

Attic red-figure lekythos attributed to the Tymbos painter showing Charon welcoming a soul into his boat, c. 500-450 BC

In Greek mythology, Charon or Kharon (/ˈkɛərɒn, -ən/; Greek Χάρων) is a psychopomp, the ferryman of Hades who carries souls of the newly deceased across the rivers Styx and Acheron that divided the world of the living from the world of the dead. A coin to pay Charon for passage, usually an obolus or danake, was sometimes placed in or on the mouth of a dead person. Some authors say that those who could not pay the fee, or those whose bodies were left unburied, had to wander the shores for one hundred years. In the catabasis mytheme, heroes – such as Aeneas, Dionysus, Heracles, Hermes, Odysseus, Orpheus, Pirithous, Psyche, Theseus and Sisyphus – journey to the underworld and return, still alive, conveyed by the boat of Charon.

Wikipedia EL

Charon as depicted by Michelangelo in his fresco The Last Judgment in the Sistine Chapel

Στην Ελληνική μυθολογία, ο Χάρων (ή Χάρος στα νέα ελληνικά) ήταν ο πορθμέας του Άδη. (Το αντίστοιχο στην Ετρουσκική μυθολογία ήταν ο Charun). Μετέφερε με τη βάρκα του, τους πρόσφατα αποθανόντες από τη μια όχθη του ποταμού Αχέροντα στην άλλη, όπου σύμφωνα με τη μυθολογία βρισκόταν η είσοδος του Άδη. Οι νεκροί έπρεπε οπωσδήποτε να πληρώσουν στον Χάροντα έναν οβολό για τα ναύλα. Γι' αυτό στην αρχαία Ελλάδα τοποθετούσαν πάντα έναν οβολό κάτω από τη γλώσσα των νεκρών σωμάτων πριν τα ενταφιάσουν, για να έχει να πληρώσει ο νεκρός τον Χάροντα. Όσοι δεν είχαν να πληρώσουν ήταν καταδικασμένοι να περιπλανιούνται στις όχθες του Αχέροντα για εκατό χρόνια.

Wikipedia DE

Charon (altgriechisch Χάρων, Kurzform zu χαροπός charopós „mit funkelnden Augen“) ist in der griechischen und römischen Mythologie der düstere, greise Fährmann, der die Toten für einen Obolus (Münze) in einem Boot über den Totenfluss – meist den Acheron, häufig werden auch die Flüsse Lethe und Styx genannt – bringt, damit sie ins Reich des Hades, des Herrschers der Unterwelt, gelangen. Die dem Fährmann gewidmeten, meist in Höhlen oder Felsöffnungen gelegenen Kultstätten werden als Charoneia bezeichnet.

Wikipedia Fr

Fils de l'Érèbe et de la Nuit, Charon (pron. : « karon ») est le nocher (le pilote de la barque) des enfers dans la mythologie grecque. Sur les marais de l'Achéron, il faisait traverser le Styx, contre une obole, aux âmes des morts ayant reçu une sépulture.

Wikipedia ES

En la mitología griega, Caronte​ o Carón​ (en griego antiguo Χάρων Khárôn, ‘brillo intenso’) era el barquero de Hades, el encargado de guiar las sombras errantes de los difuntos recientes de un lado a otro del río Aqueronte si tenían un óbolo para pagar el viaje, razón por la que en la Antigua Grecia los cadáveres se enterraban con una moneda bajo la lengua, costumbre importada posteriormente en la Antigua Roma, donde también se veneraba al personaje. Aquellos que no podían pagar tenían que vagar cien años por las riberas del Aqueronte, tiempo después del que Caronte accedía a llevarlos sin cobrar.

Wikipedia RU

Харо́н (др.-греч. Χάρων) в греческой мифологии — перевозчик душ умерших через реку Стикс (по другой версии — через Ахерон) в подземное царство мертвых. Сын Эреба и Нюкты.

Изображался мрачным старцем в рубище. Харон перевозит умерших по водам подземных рек, получая за это плату (навлон) в один обол (по погребальному обряду находящийся у покойников под языком). Он перевозит только тех умерших, чьи кости обрели покой в могиле. Только золотая ветвь, сорванная в роще Персефоны, открывает живому человеку путь в царство смерти. Ни при каких условиях обратно не перевозит.

Translations

af: Charon; ar: خارون; bg: Харон; br: C'haron; bs: Haron; ca: Caront; co: Caronti; cs: Charón; cy: Charon; da: Charon; de: Charon; el: Χάρων; en: Charon; eo: Karono; es: Caronte; et: Charon; eu: Karon; fa: خارون; fi: Kharon; fr: Charon; ga: Carón; gl: Caronte; he: כארון; hr: Haron; hu: Kharón; hy: Քարոն; id: Kharon; it: Caronte; ja: カローン; ka: ქარონი; ko: 카론; la: Charon; lb: Charon; lij: Caronte; lt: Charonas; nds: Charon; nl: Charon; nn: Karon; no: Kharon; oc: Caront; pl: Charon; pt: Caronte; ro: Charon; ru: Харон; scn: Caronti; sh: Haron; simple: Charon; sk: Charón; sl: Haron; sr: Харон; sv: Charon; th: แครอน; tr: Kharoon; uk: Харон; vi: Charon; zh: 卡戎