άπελπις: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(5)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἄπελπις (-ιδος), ο, η<br />αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει [[ελπίδα]], δεν ελπίζεται καλή [[έκβαση]] («[[άπελπις]] [[προσπάθεια]]», «διεξάγουν άπελπιν αγώνα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[απελπίζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Ν. Κοντόπουλου].
|mltxt=ἄπελπις (-ιδος), ο, η<br />αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει [[ελπίδα]], δεν ελπίζεται καλή [[έκβαση]] («[[άπελπις]] [[προσπάθεια]]», «διεξάγουν άπελπιν αγώνα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[απελπίζω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο <i>Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Ν. Κοντόπουλου].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄπελπις (-ιδος), ο, η
αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει ελπίδα, δεν ελπίζεται καλή έκβασηάπελπις προσπάθεια», «διεξάγουν άπελπιν αγώνα»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < απελπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Ν. Κοντόπουλου].