ένορχος: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(12)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνορχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όρχεις (σε [[αντίθεση]] με τον ευνουχισμένο)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει πλήρως ανεπτυγμένους ορχεις (σε [[αντίθεση]] με τον ανήλικο).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όρχις</i> [[κατά]] τα σε -<i>ος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔνορχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει όρχεις (σε [[αντίθεση]] με τον ευνουχισμένο)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει πλήρως ανεπτυγμένους ορχεις (σε [[αντίθεση]] με τον ανήλικο).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όρχις</i> [[κατά]] τα σε -<i>ος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνορχος, -ον)
1. αυτός που έχει όρχεις (σε αντίθεση με τον ευνουχισμένο)
2. εκείνος που έχει πλήρως ανεπτυγμένους ορχεις (σε αντίθεση με τον ανήλικο).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εν + όρχις κατά τα σε -ος].