έτνος: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(14)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔτνος]], τὸ (εσφ. [[γραφή]] ἕτνος) (Α)<br />[[πυκνός]] [[ζωμός]] με όσπρια, [[είδος]] πολτού ή χυλού οσπρίων («[[ἔτνος]] γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» — [[σούπα]] από μπιζέλια, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. [[συγγένεια]] με το μσν. αρχ. ιρλ. <i>eitne</i> «[[πυρήνας]]». Αν όντως πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως [[λέξη]], η λ. σχηματίζεται με την παραγωγ. κατάλ. -<i>νος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ετν</i>-<i>ηρός</i>, <i>ετν</i>-[[ίτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> (Α' συνθετικό) <i>ετν</i>-<i>ήρυσις</i>, <i>ετν</i>-<i>οδόνος</i>].
|mltxt=[[ἔτνος]], τὸ (εσφ. [[γραφή]] ἕτνος) (Α)<br />[[πυκνός]] [[ζωμός]] με όσπρια, [[είδος]] πολτού ή χυλού οσπρίων («[[ἔτνος]] γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» — [[σούπα]] από μπιζέλια, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. [[συγγένεια]] με το μσν. αρχ. ιρλ. <i>eitne</i> «[[πυρήνας]]». Αν όντως πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως [[λέξη]], η λ. σχηματίζεται με την παραγωγ. κατάλ. -<i>νος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ετν</i>-<i>ηρός</i>, <i>ετν</i>-[[ίτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> (Α' συνθετικό) <i>ετν</i>-<i>ήρυσις</i>, <i>ετν</i>-<i>οδόνος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἔτνος, τὸ (εσφ. γραφή ἕτνος) (Α)
πυκνός ζωμός με όσπρια, είδος πολτού ή χυλού οσπρίων («ἔτνος γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» — σούπα από μπιζέλια, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. συγγένεια με το μσν. αρχ. ιρλ. eitne «πυρήνας». Αν όντως πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως λέξη, η λ. σχηματίζεται με την παραγωγ. κατάλ. -νος.
ΠΑΡ. αρχ. ετν-ηρός, ετν-ίτης.
ΣΥΝΘ. αρχ. (Α' συνθετικό) ετν-ήρυσις, ετν-οδόνος].